Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παίζω σαν τη

См. также в других словарях:

  • ιχθυώ — ἰχθυῶ, άω (Α) [ιχθύς] 1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω 2. παίζω σαν ψάρι («δελφῑνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.) 3. παθ. ἰχθυῶμαι, άομαι παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος») …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …   Dictionary of Greek

  • σφαιρίζω — ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α [σφαῑρα] παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.) αρχ. παθ. σφαιρίζομαι α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν» …   Dictionary of Greek

  • τυμπανίζω — ΝΑ, και τουμπανίζω και τουμπανιάζω Ν [τύμπανον / τούμπανο] 1. παίζω τύμπανο 2. μτφ. ξυλοκοπώ κάποιον δυνατά, τόν δέρνω αλύπητα μσν. διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία, διατυμπανίζω αρχ. 1. χτυπώ κάτι σαν τύμπανο 2. (για ρήτορα) κάνω βίαιες… …   Dictionary of Greek

  • άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • διαπεττεύω — (Α) [πεττεύω] φρ. «διαπεττεύω τήν ελπίδα πρός τινα» δοκιμάζω την τύχη μου σαν να τήν παίζω στα ζάρια με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… …   Dictionary of Greek

  • μπεγλερίζω — 1. παίζω κομπολόι 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) μεταχειρίζομαι κάποιον όπως θέλω («... τους άντρες σαν τα ζάρια τούς μπεγλέρισα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. ενεστ. < αόρ. μπεγλέρησα τού μπεγλερώ (πρβλ. κλονῶ ἐκλόνησα κλονίζω)] …   Dictionary of Greek

  • πεσσεύω — και πεττεύω Α [πεσσός] 1. παίζω πεσσούς 2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι …   Dictionary of Greek

  • προανακρούω — ΝΑ [ἀνακρούω] μέσ. προανακρούομαι εκτελώ προανάκρουσμα αρχ. 1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι από πριν ή πρώτος 2. εισάγω κάτι σαν προανάκρουσμα 3. (για δάσκαλο μουσικής) παίζω μουσικό τεμάχιο ως παράδειγμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναχαιτίζω» …   Dictionary of Greek

  • προστραγωδώ — έω, Α 1. μεγαλοποιώ κάτι, υπερβάλλω σε κάτι σαν τους τραγικούς ποιητές («προστραγῳδεῑ δὲ τούτοις ὁ Καλλισθένης», Στράβ.) 2. φρ. «τὸ ἔξωθεν προστραγῳδούμενον» ο εξωτερικός διάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τραγῳδῶ «παίζω τραγωδία, συμπεριφέρομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»